Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Στον ήλιο

Βιάστηκα να σε θρηνήσω ήλιε μου,
που θα κανα χρόνια να σ' ανταμώσω σαν θα φευγα.
Το χα σίγουρο η ανόητη.
Μα σαν η παγωνιά της μοναξιάς - που ενυπάρχει παρά την παρουσία- μου πάγωσε όλη την ύπαρξη, αδυνατούσα να διαφυλάξω ακέραια τα λογικά μου.
Μεταβίβαζα τον αποχαιρετισμό.
Όχι πως ο δικός σου μου ήταν εύκολος -προς θεού.
Μόνο εγώ ξέρω πόσο πάλεψα με την ιδέα πως θα σε χάσω.
Καημένε μου Δον Κιχώτη πόσο σε πλησίασα
σε αδυσώπητους λαβυρίνθους σε ρίχνει το καταραμένο το μυαλό σαν αρχίζει να σε παίζει.
Κι είναι αυτή η εκούσια μεταβίβαση που σε στέλνει βορά, έτοιμη να σε κατασπαράξει το πιο αιμοσταγές θηρίο.
Κι είναι αυτός ο ορισμός της υπεράνθρωπης αγάπης∙ 
να ταίζεις τον άλλο με χυμούς και αρώματα της σάρκας σου που με τα ίδια σου τα χέρια ξεριζώνεις κομμάτι κομμάτι για να προσφέρεις.
Τι αφελές για πολλούς.
Ποιος ποτέ του διδάχτηκε να αψηφά τα ένστικτα επιβίωσης για κάποιον άλλο;
Αλίμονο σε αυτούς που ξεγελούν πως διδάσκουν τη ζωή, ενώ μας μαθαίνουν τη ζωή τους. 

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Δοκιμές


Άναψε τα μεγάλα φώτα, που φωτίζουν μόνο το κέντρο της σκηνής.
Έστησε τα έπιπλα και ντύθηκε.
Τα λόγια τα ξερε απ’ έξω και ανακατωτά, και τα δικά του και τα δικά της∙ τα ύφαινε μόνη της όλον αυτό τον καιρό.
Δεν ήξερε ποια απ’ όλα θα επέλεγε αλλά τα χε προβάρει όλα τόσες φορές...
Άσκοπα βέβαια.
Ήταν πιότερο μουγγή παρά φιμωμένη.
Και έκατσε στο κέντρο και περίμενε, και το κερί έλιωνε και οι ώρες πέρναγαν.
Ώσπου νύχτωσε τόσο βαθιά- όπως χτες και προχτές.
Κι εκείνη σηκώθηκε, έσβησε τα φώτα κι έφυγε.
Γιατί αυτός δε γνωρίζει αυτές τις πρόβες.
Τις δοκιμές του άλγους που σκηνοθετούσε κάθε βράδυ.
Και γύρισε σπίτι, να νανουρίσει τους λυγμούς της που κοιμούνται κάθε βράδυ στο μαξιλάρι της. 
Και εκείνος δεν θα ρθει.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Παράσιτα

Αναλώνεστε, σπαταλείστε, αφανώς πεθαίνετε και θέλετε και οίκτο; 
Κι έπειτα πάλι διαιωνίζεστε κι είστε πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι. 
Και πετάτε χαλικάκια πίσω από τον τοίχο της μοναχικής ύπαρξής σας για να βρείτε λίγη παρηγοριά, έτσι ώστε αν δεν σας ακολουθήσει κανείς τουλάχιστον να χετε συντροφιά το ξεθώριασμα του ήχου στο πέρας του χρόνου. 
Και όμως σας ακολουθούν κι άλλοι, πετώντας τα δικά τους χαλίκια, παράγοντας τους δικούς τους ήχους κι έτσι ζεσταίνεται το μέσα τους αφού νομίζουν πως ενώνουν τις ψυχές τους. Μα ποτέ δεν ξεπερνούν οι ίδιοι τον τοίχο που χουν μπροστά τους και ας περνά πότε πότε κανα χαλίκι και καμιά κουβέντα στην αντίπερα μεριά. 
Και τότε ζητούν τον οίκτο από αυτούς που βρίσκονται πάνω από τον τοίχο και τους κοιτούν αφιλτράριστα. Και τους ζητούν να μη τους φερθούν ως κατώτερους, λες και εκείνοι ξεδιάντροπα δεν ισοπεδώνουν όποιο μυρμήγκι βρεθεί μπροστά στο πόδι τους. Αλλά αν ήξεραν πως μοιάζουν κι εκείνοι έτσι σα μαύρες κουκκίδες μπορεί να μη φέρνονταν έτσι. Μα δεν είναι καιρός για υποθέσεις. Ποτέ δεν πρέπει να ναι. 
Ατελέσφορη η ύστερη γνώση μιας παρασιτικής ζωής.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Γι αυτούς που βλέπουν όνειρα..


Να χα λίγη εξουσία να σε εμπόδιζα, αιώνιε κινηματογραφιστή μου, απ’ το να κάνεις τους φόβους μου εικόνες. Μα οι άλλοι σε νιώθουν σημαντικό και σε βαφτίζουν υποσυνείδητο.

Να χα λίγη δύναμη να σε επέκτεινα ησυχαστήριο των παφλασμών μου και κατευναστή της τρικυμίας, μα λίγες σου μόνο ώρες αντιστοιχούν και σε μένα, ω γλυκιέ μου ύπνε.
Να χα το θάρρος να σε άλλαζα τρεμάμενη ψυχή μου, μα πρόλαβες και συνήθισες τις ξένες διδασκαλίες κι έγινες χαρακτήρας μου.

Να χωρούσατε στο κεφάλι μου, μικρές μου λέξεις και να μη με πιέζατε να σας βάλω σε χαρτί. Και όταν τα ποτάμια σας φουσκώναν και ξεχείλιζαν να μην κρυβόσασταν η μια μες την άλλη.

Και ας είχαν κάποιες από σας έναν ήχο, για να ήξερα πότε τελειώνετε και πότε παραιτείστε. Πότε ο οίκτος σας γίνεται τραγούδι και όχι ύπουλος ψίθυρος μες τη νύχτα.

Άραγε θα ονειρευτώ απόψε;

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Ντύσου ψυχή μου


Κι έραβα μήνες το ρούχο μου,
αυτό που συντροφιά μου θα χω όλο το χειμώνα.
Προνόησα εφέτος∙ όσο μπορεί κανείς.
Κανείς που υφαίνει ύφασμα με κλωστές τραβηγμένες
 απ’ τις χορδές της ψυχής του.
Και το κανα τόσο μεγάλο που το σπίτι μίκρυνε.
Και γω δε χώραγα πια και βγήκα έξω.
Να τινάξω τις κλωστές από πάνω μου.
Και πια τι προσδοκώ δεν ξέρω.
Ετράνεψε πολύν ο πόθος, τόσο που μεινε αμετάφραστος.
Και την πορεία του μόνο τ’ όνειρο πότε πότε δείχνει.
Μόνο τ’ άνοιγμα της ψυχής βλέπω πια με διαύγεια, όλο και πιο πολύ∙
μοιάζειν λίγο ώριμο,
μα και λίγο απάνθρωπο, πρώιμο όπως όλα της τα καμώματα.
Και τα ψυθιρίσματα πια το αφτί της δε γαργαλούν.
Απόκαμε από κουβέντες κι υποψίες.
Κι έτσι όπως ξαποσταίνει δεν κοιτάει∙
παρά μόνο εισπνέει την πληθωρικότητα του κόσμου
και τις μυρωδιές μεταφρασμένων αναμνήσεων.
Και αυτό γιατί το αμετάφραστο είναι για δυο.
Κι αυτή απόμεινε πάλι μόνη.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Όταν η λάμπα ανάβει...


Πάνω που σε ημέρεψα,

μόλις πάω να σε θυμηθώ,
εσύ με κλωτσάς;
Δεν ήξερα πως μένος κρυβόταν
πίσω από τη σιωπή σου.
Κι ύστερα σε μια άχρονη στιγμή
που το ατέρμονο παραμερίζει
γλυκό ύπνο μου χαρίζεις.
Μα εγώ δεν τον θέλω πια
Δεν θέλω την ελεημοσύνη σου,
την αλήθεια σου θέλω,
ξέρεις πως την αντέχω
και ας νομίζεις πως την απαρνούμαι.
Τη διάρκεια της σιωπής ζητώ
Αποτυχημένες οι όποιες ύστερες επαναστάσεις∙
καταδικάζουν το μυαλό σε σηψαιμικές σκέψεις
και την ψυχή σε ανηλεές  πνίξιμο.
Και είναι τα μαθήματα που δεν έρχονται,
οι γνώσεις που δεν επιζούν στο πρώτο πρωινό φως,
για να χουν λόγο πάλι να γεννηθούν το βράδυ,
όταν τα φώτα θα κλείσουν,
για να ενώσουν όσους το πρωί δε βρίσκονται,
όσους δε συναντιούνται ποτέ
παρά μόνο κάτω από μια σχεδόν παράνομη λάμπα
που ανάβει μες το σκοτάδι
για να φωτίσει το χαιρετισμό
που γράφεται σε όσους ξενυχτούν.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Σχεδόν γκροτέσκο


Εργατοπατέρες του ορθολογισμού χαθείτε από μπροστά μου!
Τα ξέρω τα κηρύγματά σας. Δε θυμάστε; Εγώ είμαι ο πρώτος που τα κορόιδευα.
Μα σαν με δείτε για λίγο να σιωπώ, πλήθος γίνεστε και ξεπαγώνετε ακόμα και οι ακίνητοι, οι μαρμαρωμένοι που κάποτε δεν είχατ’ ούτε βλέμμα.
Εκεί στις πλατείες που σας αρέσει να μαζεύεστε, υψώνετε τα προστάγματα και τις συμβουλές σας και περιμένετε να βρουν το στόχο τους.
Μα που να ξέρατε ότι τα λόγια σας είναι απλός κρότος και τίποτα παραπάνω..
Μια στιγμή κρατάνε και μπορεί να παρασέρνουν μερικά φύλλα στο διάβα τους, όμως τα πουλιά πετούν, σηκώνονται και φεύγουν.
Κι έτσι μένετε μόνοι εσείς και τα κελεύσματά σας, σε μια ρημαγμένη ερημιά, κοιτιέστε αναμετάξυ σας, δήθεν για ανασυγκρότηση. Κι όσο πιο ψηλά πετούν τα πουλιά, τόσο πιο μικροί και τιποτένιοι φαινόσαστε, γι’ αυτό στέκεστε ο ένας κοντά στον άλλο, γιατί μόνοι σας χάνεστε και δε σας αρέσει αυτό. Έχετε ζήσει στην ακινησία και την αφάνεια και τώρα προσπαθείτε να βάλετε άλλους στη θέση σας για να ξεπληρώσετε το χρέος της πνοής. 
Γι αυτό καλά μου πουλιά, πετάξτε όσο πιο ψηλά μπορείτε και χαρίστε απλόχερα στις κουκίδες τη μοίρα τους.

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Σου μιλάω..τ' ακούς;


Δανεική μου ευτυχία, γιατί μου δείχνεις τα δόντια σαρκασμού σου κάθε μέρα;
Τόσο πολύ σου μοιάζω να αφήνομαι; Και κάθε που στρέφω τη ματιά μου αλλού -τάχα πως ξεχνώ τα χαρακτηριστικά σου-, μου δίνεις τέτοια δαγκωνιά που με δακρύζεις..
Τι ήρθες τότε; Πόνο είχα και πριν.. τι θέλησες ν’ αλλάξεις;
Μην τάχα φοβήθηκες ότι τον συνήθισα και δε μ’ ενοχλούσε τόσο, που τη μορφή του βάλθηκες ν’ αλλάξεις; Τι ανόητη αν έτσι ξεγελάστηκες..
Αλλά θα φύγεις και συ, το ξέρω. Όταν ρουφήξεις όσα μπορείς και πάψω πια να σε θρέφω, θα μ’ εγκαταλείψεις∙ ή θα μετασχηματιστείς, γιατί το πέπλο που ρίχνεις τώρα στους ώμους μου θα χει τριφτεί απ’ το τράνταγμα και τα δάκρυα και θα χει πέσει. Ή σα δεύτερη σάρκα θα ενσωματωθεί απάνω μου για να δείχνει σε όλους το ασθενικό μου σώμα τι κουβαλάει απάνω. Αλλά να ξέρεις πως το καινούριο σου πέπλο δε θα με πονάει τόσο.. όχι στα σημεία που θα χει στεγνώσει πάνω μου το παλιό. Και ίσως κάποτε να μη μ’ αγγίζει τίποτε. Μόνο που δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο θα ναι μακάριο ή κολασμένο..

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Συν ένα


Ατύχησαν τα λόγια μου∙
οι λέξεις μου πνιγήκαν.
Βουτήχτηκαν σε θάλασσες πληθωρισμού,
κει που οι λέξεις πια πεταχτήκαν
καθώς πλήθος έγιναν.
Κι έτσι τα λόγια μου πια δεν ακούγονται, 
γιατί τα καλύπτει ο θόρυβος των γύρω φωνών.
Ατύχησα να μαι στην εποχή του συν ένα.
Ακόμη μια φωνή στις πολλές.
Ακόμη ένας ανασφαλής γραφιάς ανάμεσα στους πολλούς.
Ακόμη ένας άτολμος ηθοποιός ανάμεσα στους θεατρίνους.
Ακόμα ένας μουγγός μεταξύ των φιμωμένων.
Ένας αναγνώστης των πολλών∙ που δεν είχαν προλάβει να γίνουν τόσοι.
Και τώρα πια γράφω από συνήθεια. 
Μπας και ακούσω εγώ αυτό που κρύβεται από τη σκέψη.
Μπας και το φυλακίσω όπως κάποτε, που κανείς δε μ’ άκουγε.
Τότε που κανείς δεν είχε φανερώσει την μπροστινή μεριά από το γυάλινο κουτί μου.
Τώρα όσοι περνούν από κει, απλά προσπερνούν με το κεφάλι σκυφτό, μουρμουρίζοντας ο καθένας τα δικά του λόγια.
Και το μόνο που περιμένω είναι να μπορέσω να ξανασκεπάσω το κουτί μου, να μην το βλέπει κανείς.
Μπας και καταφέρω έστω και τον εαυτό μου, με δαύτες τις λέξεις που εκτοξεύονται και ίπτανται, να ζεστάνω.

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Λίγο πριν νυχτώσει

Κι ένιωσε ο καημένος ο μοναχός τυφλός
γιατί στα μάτια του πιο νωρίς ενύχτωσεν∙
σαν ανυπόμονος ο θρήνος σκέπασε, τα γερασμένα βλέφαρά του
και τη νύχτα δεν καρτέρησε για να ρθει.
Και κείνος δεν σηκώθηκε απ’ του βουνού τη θέα
κι ας έφεγγεν ακόμα..
σάμπως και μες το σπίτι νύχτα δε θα ναι;
Γιατί στα σπίτια πιο νωρίς νυχτώνει∙
με μια νύχτα άχρωμη,
που δεν τη γλυκαίνει το τραγούδι του ανέμου
και δεν τη νανουρίζει η μυρουδιά της βρεγμένης γης..
Γι αυτό τα πιο άγρια θηρία είναι αυτά που την ψεύτικη νύχτα αντέχουν
και δεν ζητούν την αληθινή∙
κι έχουν κι εκείνοι σφαλιστά τα μάτια τους,
αλλά δεν μοιάζουν με τους άλλους,
γιατί οι άλλοι που φέρουν τη θεία τύφλωση ενώνουν την πνοή τους με τη γη,
ενώ οι άλλοι, εκείνα τα τέρατα κυνηγιούνται μέσα στους τοίχους που σιωπούν και μια μέρα θα τους θάψουν.