Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Για τα πάθη του σώματος...

Όταν πλήθος το σκοτάδι εισχωρεί στο σώμα, τότε ψάχνει απεγνωσμένα τρόπους διαφυγής. Το ποταπό σου σαρκίο, ασήμαντο και στενάχωρο δεν είναι αρκετό για να εγκλωβίσει για πάντα κάτι το αιώνιο και τότε αρχίζουν οι συσπάσεις που σημαίνουν την αρχή της απελευθέρωσης. Όμως καθ' όλη τη διάρκεια εσύ ζεις στην αγωνία, η μόλυνση του σκοταδιού φτάνει και στον εγκέφαλο και κάνει τις στιγμές τις εσωτερικής πρόσκρουσης να μοιάζουν αιώνιες, ατέρμονες, αδυσώπητες. Γιατί στο αιώνιο σκοτάδι δεν υπάρχει χρόνος και οι ψίθυροι του ερέβους γίνονται κραυγές τρόμου και παράκλησης. Κανείς όμως δεν ακούει αυτές τις κραυγές..Μόνο όσοι μιλούν τη γλώσσα της σιωπής..Και στην πιο μεγάλη στιγμή του πόνου, το σκοτάδι εκρήγνυται με τέτοια λύσσα που τρυπάει και κομματιάζει το δύσμοιρο κορμί που άθελά του το φυλάκισε. Και το σώμα τώρα είναι ακίνητο, ψυχρό και από τις τρύπες δε βγαίνει αίμα αλλά φως, πιο ισχυρό και από κραυγή. Φως που πληγώνει τις απροετοίμαστες ματιές που προσελκύει..Φως που υπνωτίζει τις σιωπηλές υπάρξεις..
Ποια θέση ταιριάζει καλύτερα σ' ένα τέτοιο σώμα από το βωμό;

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Χρέος;


Δόκιμη αστέρων κλήθηκα,
σε καιρούς άκαιρους, δίχως αρχή και τέλος
σε εποχές που δεν έρχονται για όλους
να ζω και να υπηρετώ.
Μου παν πως πρέπει να φωτίζω, όσους λίγο ψηλά το κεφάλι ανασηκώνουν.
Μου παν να δίνω βλέμμα στα ορθωμένα άψυχα μάτια που κοιτούν ψηλά.
Ευχαρίστησα μακάρια και έπειτα αρνήθηκα.
Αλλά όπως και οι εποχές και οι καιροί, έτσι και η άρνηση ήταν άλλη μια άυλη οντότητα, ανεκπλήρωτη και ανύπαρκτη. Μετονομασία άλλων λέξεων πιο οδυνηρών που το άκουσμα τους προκαλεί φρίκη και αποστροφή και σε με την ίδια.
-Σου υπολείπεται πολλή και όμορφη δουλειά να πραγματώσεις.
-Και αν δεν θέλω;
-Και αν δεν γνώριζες τη λέξη θέλω; Αν και αυτή έμενε στωικά στο μέρος των λέξεων που δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ και άσκοπα μένουν αχρησιμοποίητες σε ένα άστοργο για σε σκοτάδι;
-Με το να μου κρύβεις τις λέξεις νομίζεις θα με οπλίσεις με την πιο απάνθρωπη υπομονή; Και αν την κατακτήσω τι θα καταλάβω; Αν ήθελες να με φέρεις εδώ γιατί γεννήθηκα εκεί κάτω;
-Γιατί κανείς δε γεννιέται εδώ πάνω, αλλά αυτοί που κοιτούν ψηλά μπορούν και έρχονται και φέρνουν κι άλλους.
-Τι ανώφελο χρέος! Και τώρα ήρθε η δική μου σειρά να ρωτήσω: και αν δεν υπήρχε το ψηλά; Αν έσβηνε και αυτό και χανόταν στο ίδιο σκοτάδι της θέλησης;
-Τότε θα ξαναγεννιόταν. Και ίσως με πιο βάναυσο τρόπο από πριν και τότε αυτό που εσύ ορίζεις ως πόνο θα έπρεπε να συνθλιβεί και τη θέση του θα έπαιρναν άλλα αποτρόπαια ακούσματα συνώνυμα του χάους και της τρέλλας. Άλλωστε πόσο δύσκολο μπορεί να ναι ένα τέτοιο χρέος για ένα γένος τόσο πλουσιοπάροχα προικισμένο για οδύνη; Μην εκπλαγείς λοιπόν όταν αντιληφθείς με πόση μακαριότητα και ευδαιμονία τούτη η οδύνη σε πλημμυρίσει.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Δεκανίκια


Σήμανε η ώρα που η γραφή δεν φτάνει.
Που οι λέξεις τέλειωσαν, εξαντλήθηκαν.
Μα πότε πρόλαβα να τις ξοδέψω όλες; Τι σπάταλη...
πόσο αχόρταγη φάνηκα, με άσκοπη τόλμη, ξοδεμένη δεξιά και αριστερά, ανυπότακτα..
Δύναμη αδύναμη, ανέτοιμη να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή...
προς τί η τόση διαθεσιμότητά της;
κι η χειραγώγηση η πιο σκληρή διαδικασία. Αλλά πώς χειραγωγείται κάτι που τελείωσε;
Αποδυναμωμένα μέσα στέκουν σα φθαρμένα δεκανίκια, έτοιμα να σπάσουν, προδίνοντας έτσι τα δειλά μου βήματα...
Έπρεπε να τα πετάξω πριν με ρίξουν. Και αντ' αυτού πέταξα το στέμμα γιατί νόμιζα πως το βάρος του επιβάρυνε τη δουλειά τους.
 Ω μα πόσο ανόητη φάνηκα..Δύσβατη φύση, πόσοι την τιθάσευσαν; Ή αλλιώς πόσοι την ξερίζωσαν; Όχι για να βρουν μια άλλη, αλλά από φόβο να την καλλιεργήσουν.
Ωραία ψευδαίσθηση να νομίζεις πως εσύ την καλλιεργείς έτσι δεν είναι;
Άλλο ένα φθαρμένο δεκανίκι...