Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Όταν η λάμπα ανάβει...


Πάνω που σε ημέρεψα,

μόλις πάω να σε θυμηθώ,
εσύ με κλωτσάς;
Δεν ήξερα πως μένος κρυβόταν
πίσω από τη σιωπή σου.
Κι ύστερα σε μια άχρονη στιγμή
που το ατέρμονο παραμερίζει
γλυκό ύπνο μου χαρίζεις.
Μα εγώ δεν τον θέλω πια
Δεν θέλω την ελεημοσύνη σου,
την αλήθεια σου θέλω,
ξέρεις πως την αντέχω
και ας νομίζεις πως την απαρνούμαι.
Τη διάρκεια της σιωπής ζητώ
Αποτυχημένες οι όποιες ύστερες επαναστάσεις∙
καταδικάζουν το μυαλό σε σηψαιμικές σκέψεις
και την ψυχή σε ανηλεές  πνίξιμο.
Και είναι τα μαθήματα που δεν έρχονται,
οι γνώσεις που δεν επιζούν στο πρώτο πρωινό φως,
για να χουν λόγο πάλι να γεννηθούν το βράδυ,
όταν τα φώτα θα κλείσουν,
για να ενώσουν όσους το πρωί δε βρίσκονται,
όσους δε συναντιούνται ποτέ
παρά μόνο κάτω από μια σχεδόν παράνομη λάμπα
που ανάβει μες το σκοτάδι
για να φωτίσει το χαιρετισμό
που γράφεται σε όσους ξενυχτούν.