Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Αποδομώντας την κοσμική Αθήνα...



Σάββατο βράδυ σε πολυτελές ξενοδοχείο της Αθήνας. Η ελληνική εταιρία μαστολογίας γιόρτασε τα 30 χρόνια διοργανώνοντας χριστουγεννιάτικο φιλανθρωπικό δείπνο. Ο κόσμος πολύς. Όλοι ντυμένοι με το μανδύα της επισημότητας και του κύρους περίμεναν την έναρξη της βραδιάς που εκτός του δείπνου περιελάμβανε επίδειξη μόδας καθώς και λαχειοφόρο αγορά με διόλου ευκαταφρόνητα δώρα. Στο βάθος οι χορηγοί και άλλοι "διάσημοι" φωτογραφίζονταν σαν αστέρες του Χόλιγουντ μέχρι τη στιγμή που με πλησιάζει ένας φωτογράφος : "Συγνώμη, μήπως ξέρετε αυτή την κυρία; " ρωτά δείχνοντας στη φωτογραφική μια γυναίκα που μόλις είχε απαθανατίσει" Λυπάμαι , δεν τη γνωρίζω "απαντώ αρχικά τρομαγμένη στην ιδέα πως πρόκειται για κάποιο γκάλοπ. Ώσπου ο φωτογράφος ρωτά μια επόμενη κυρία που έδειχνε κατατοπιστικότερη από μένα. Τότε λοιπόν ο φωτογράφος σημειώνει βιαστικά το όνομα στο μπλοκάκι του και κατευθύνεται στις υπόλοιπες "διασημότητές" του.


Οι υπέρκομψες κυρίες ρίχνουν ανιχνευτικές ματιές τριγύρω, μήπως εντοπίσουν κάτι ασυνήθιστο που δεν πρόλαβαν να επεξεργαστούν κατά την είσοδό τους στο κτίριο. Και σιγά σιγά η εκδήλωση αρχίζει. Όλοι παίρνουν τις θέσεις τους στα τραπέζια που τους έχουν τοποθετήσει. Οι πρώτες κουβέντες δεν αργούν: "Δεν είναι δυνατά το ηχείο;" , "βλέπεις καλά από αυτό το τραπέζι;" , "μα πότε επιτέλους θα αρχίσει;"


Και η εκδήλωση αρχίζει με την επίδειξη μόδας. Τα σχόλια στην αρχή περιορίζονται, καθώς τα βλέμματα στρέφονται στα μοντέλα. Έπειτα η συζήτηση ξαναφουντώνει: "Μα δεν είναι υπερβολικά αδύνατες;" , "σιγά τα σπουδαία ρούχα" , "μα πότε επιτέλους τελειώνει;"


Και ήρθε η ώρα του φαγητού. Η πολυπόθητη για μερικούς στιγμή που καρτερούσαν ώρα. Το πρώτο πιάτο, σολωμός. Η κατά τα άλλα εξοικειωμένη σε τέτοιες πολυτέλειες ελίτ δεν αργεί να σχολιάσει: "Μα γιατί τόσο μεγάλα πιάτα αφού βάζουν μια σταλιά φαΐ; , εγώ όταν κάνω τραπέζι..." και πάει λέγοντας. Φυσικά η συζήτηση μεταφέρεται και σε πιο επίκαιρους προβληματισμούς του τύπου: "Γιατί έβγαλε Αναστασία την κόρη του ο Ρουβάς; " ή "από τότε που πέθανε το γατάκι μου αποφάσισα να μην ξαναπάρω ποτέ ( ενώ στην πραγματικότητα περιγράφει το καινούριο)".Και η συζήτηση συνεχίζεται στους ίδιους ρυθμούς μέχρι το επιδόρπιο.


Και φτάνει η ώρα για τη λαχειοφόρο. Μερικοί αρνούμενοι να αγοράσουν λαχνούς θεωρώντας πως αρκετά συνέβαλαν στην εκδήλωση , παρακολουθούν την τύχη των διπλανών τους. Άλλοι πιο τολμηροί αγοράζουν αρκετούς για να αυξήσουν τις πιθανότητες να κερδίσουν. Και να που τα δώρα τους πλησίασαν αρκετά αλλά τελικά τίποτα. "Χαμένη υπόθεση μονολογούν φεύγοντας. Τι και αν το πρόγραμμα έλεγε μετά χορό; Ακουμπώντας πάλι τα περήφανα παλτό στους ώμους τους πηγαίνοντας προς την είσοδο ευχόμενοι και του χρόνου.


Και του χρόνου τι; Να μαζευτούμε να παραστήσουμε τους ψευτοκοσμικούς; Μήπως θα περιοδεύσει κιόλας αυτή η παράσταση με τους μίζερους θεατρίνους; Προς τι η ύπαρξη αυτής της ελίτ της οποίας τα μέλη αυτεγκλωβίζονται παραδομένα σε μια φτηνή αναπαράσταση;Ας μαζευτούμε, να πάτε!

Γιατί γράφουμε;


Συνήθως γράφουμε γιατί πονάμε. Αναζητούμε μια διέξοδο μέσα από τη γραφή και ας ξέρουμε καλά πόσο λίγο διαρκεί το όπιο της γραφής. Γράφουμε, γράφουμε, γράφουμε...
Μέχρι πότε; Μέχρι μια υποτιθέμενη λύτρωση, που θα δικαιώσει τη δυσκολία στην οποία βρισκόμαστε κάθε φορά πριν ακουμπήσουμε το μολύβι στο χαρτί;
Άραγε έχουν νόημα όλα αυτά που γράφουμε, ή μήπως είναι ο μόνος τρόπος αντίστασης των λιγότερο προικισμένων στην έκφραση του πόνου; Όσοι δηλαδή δε μπορούν να πιάσουν ένα πινέλο ή μια κιθάρα και να μετατρέψουν σε τέχνη τον πόνο τους, πιάνουν ένα μολύβι. Είναι όμως αυτό τέχνη; Το να θαυμάζονται οι δύσκολες στιγμές σου από ένα κοινό "ανίκανο" να νιώσει την ύψιστη οδύνη, στην οποία έχεις περιέλθει;
Εντάξει, μερικοί μπορούν να σε νιώσουν. Ίσως αυτοί που βρέθηκαν όπως και συ αντιμέτωποι με το χαρτί... Έχουν όμως το δικαίωμα να "ενοχλούν" με τη θλίψη τους όσους τους διαβάζουν; -γιατί κάτι το οποίο δεν αντιλαμβανόμαστε για να το δικαιολογήσουμε και μας προκαλεί δυσφορία, είναι ενόχληση . Αντ ' αυτού όμως μερικοί όχι μόνο δεν το αντιλαμβάνονται με αυτό τον τρόπο αλλά αντίθετα το εξυμνούν ως κάτι το περίφημο!
Ίσως να υπάρχει σύμπνοια σε αυτές τις απόψεις. Η ιδιαίτερη εκείνη στιγμή που σε κάνει να πιάνεις το χαρτί αντί να σηκώνεσαι να φεύγεις κλαίγοντας και αναζητώντας λίγη παρηγοριά σε εξωτερικούς παράγοντες, είναι όντως περίφημη. Κι ίσως δεν έχει σημασία αν θα κάνεις τους αναγνώστες να έρθουν στη θέση σου , αρκεί διαβάζοντας τη σελίδα σου να έχουν κρατήσει κάτι από εσένα που θα προστεθεί στην προσωπικότητά τους.