Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Γελάς Θεέ μου;


Θεέ μου γελάς όταν πονάω;
Σε νανουρίζουν γλυκά τα αναφιλητά μου;
Νομίζεις υποφέρω όταν τεντώνεις το σκοινί της μοίρας μου;

Ω Θεέ, εγώ γελώ μαζί σου!
Κάθε που νομίζεις με συντρίβεις,
εγώ γελώ πιο δυνατά από σένα..
Γιατί τι θα γίνεις Θεέ μου, αν εγώ χαθώ;
Εσύ μπορείς να με σκοτώσεις μια φορά,
ενώ εγώ σε σκοτώνω κάθε μέρα!
Γελάς ακόμα Θεέ μου;

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Η ζωή σαν γλυπτό...


Και ήρθε η στιγμή της αποκάλυψης.
Και το γλυπτό φανέρωσε τον εαυτό του στον κόσμο.
Τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα.
Ο κόσμος θαμπώθηκε.
Όλοι θαύμαζαν το γλυπτό, τώρα πια όχι μόνο για την ομορφιά του.
Οι εκτιμητές πολλοί και διάφοροι.
Έκαναν το γλυπτό να λάμπει από περηφάνια.
Όμως ξαφνικά ένας ένας εξαφανίζονταν.
Ακόμα και αυτοί που νόμιζε πως ήρθαν πολύ κοντά για να το κατακτήσουν, χάνονταν μες τη νύχτα
Και το γλυπτό έμεινε πιο μόνο από ποτέ,
να παρατηρεί τις σκιές που έσβηναν μες το σκοτάδι.
Όχι δεν περίμενε αυτή την αντίδραση.
Οι ανθρώπινες πνοές που πλησίασαν το γλυπτό το έκαναν ευάλωτο,
Ξέμαθε να μη ζητάει, ξέχασε να μην περιμένει..
Και τώρα η βροχή που το χτυπά, πέφτει σα μολύβι επάνω του, τρυπώντας του όλο το σώμα..
το άψυχο πλέον.
Και τότε το γλυπτό ξανασκεπάστηκε και έκλαψε πικρά.
Γιατί δεν ήθελε να ναι πια γλυπτό, που το βάρος του δεν το αντέχει κανείς.
Ήθελε να ξανανιώσει εκείνη την πνοή, που έκανε όλο του το κορμί να τινάζεται σα να το χτυπά ηλεκτρικό ρεύμα.
Αλλά δεν ήξερε αν του επιτρεπόταν και έτσι σιώπησε..
«Δεν θα ξανασηκώσω το σεντόνι από πάνω μου, είπε, μέχρι κάποιος που να το επιθυμεί πραγματικά, μου εμφυσήσει την καθάρια πνοή της αναγέννησης που τόσο λαχταρώ». Κι έτσι έκανε...

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Συνομιλία με έναν άγγελο...

Άγγελος: Πώς βρέθηκες εδώ πάνω;
Άνθρωπος: Μη με μαρτυρήσεις.
Άγγ: Πώς ήρθες; Είναι επικίνδυνα, γύρνα πίσω αμέσως.
Άνθρ: Κρύβομαι, μόλις ξεκουραστώ θα φύγω.
Άγγ: Εδώ ήρθες να κρυφτείς; Με τέτοιο φως από ποιον νομίζεις πως μπορείς να κρυφτείς;
Άνθρ: Δεν κοιτάνε όλοι στο φως φοβούνται.
Άγγ: Εσύ δεν φοβάσαι;
Άνθρ: Όχι.
Άγγ: Και αν πέσεις;
Άνθρ: Αν πέσω σημαίνει πως πρώιμα ανέβηκα και τούτη η πτώση θα γίνει ο οδηγός μου για μια νέα, πιο καθάρια ανάβαση.
Άγγ: Γενναία λόγια για το είδος σου. Τι προσδοκάς απ’ τη ζωή σου;
Άνθρ: Δεν μπορώ να ξέρω.
Άγγ: Μήπως ζητάς να δεις τον πατέρα;
Άνθρ: Όχι, όχι ακόμα.
Άγγ: Άνθρωπε αυτά είναι επικίνδυνα λόγια, πρόσεχε! Γιατί να ζητάς κάτι τέτοιο; Ποιο κρίμα μπορεί να ναι τόσο βαρύ που να οπλίζει με τέτοιο θάρρος την ελπιδοφορτωμένη σου ψυχή;
Άνθρ: Δεν έχω ελπίδες, ούτε προσδοκίες, γι’ αυτό κρύβομαι. Δεν έχω θέαμα να προσφέρω.
Άγγ: Αυτό ζητούν από σένα;
Άνθρ: Καμιά φορά..
Άγγ: Εδώ δεν θα βρεις τίποτα που να μπορείς να τους προσφέρεις. Δεν θα σε πιστέψουν, θα σε περάσουν για τρελό.
Άνθρ: Σάμπως δεν το κάνουν ήδη..
Άγγ: Μη λυπάσαι, δεν αρμόζει στην ευγενική γενειά σου. Νιώθω τη θλίψη σου. Αλλά πρέπει να σε προστατέψω. Φύγε από δω όσο πιο γρήγορα μπορείς, πριν έρθει εκείνος και σε βρει. Κινδυνεύεις!
Άνθρ: Γιατί θες να με προστατέψεις; Χαμένη υπόθεση είμαι..
Άγγ: Καθόλου, και υπάρξεις σαν και σένα χρειάζονται εκεί κάτω. Για να μένει ανοιχτή η χαραμάδα που χωρίζει τους κόσμους μας.
Άνθρ: Τι κι αν χαθώ; Ποιος θα προσέξει την απουσία μου; Ίσως είναι καλύτερο να κλείσει μια και καλή η πόρτα του φωτός..
Άγγ: Αλίμονο! Μη λες αυτά τα λόγια, αφού δεν τα πιστεύεις. Χάρη σε σένα μπορούν οι φωτεινές αχτίνες να αγκαλιάσουν τον τόπο σου και τις πονεμένες υπάρξεις. Θ’ άντεχες να τους το στερήσεις αυτό;
Άνθρ: Όχι.
Άγγ: Τότε φύγε πριν είναι αργά. Δεν είναι θυσία, είναι αρετή.
Άνθρ: Θα φύγω, αλλά θα ξανάρθω.
Άγγ: Όσο και αν προσπαθώ δεν μπορώ να τιθασεύσω την αχόρταγη ψυχή σου. Θα σε περιμένω..
Άνθρ: Αντίο..