Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Ντύσου ψυχή μου


Κι έραβα μήνες το ρούχο μου,
αυτό που συντροφιά μου θα χω όλο το χειμώνα.
Προνόησα εφέτος∙ όσο μπορεί κανείς.
Κανείς που υφαίνει ύφασμα με κλωστές τραβηγμένες
 απ’ τις χορδές της ψυχής του.
Και το κανα τόσο μεγάλο που το σπίτι μίκρυνε.
Και γω δε χώραγα πια και βγήκα έξω.
Να τινάξω τις κλωστές από πάνω μου.
Και πια τι προσδοκώ δεν ξέρω.
Ετράνεψε πολύν ο πόθος, τόσο που μεινε αμετάφραστος.
Και την πορεία του μόνο τ’ όνειρο πότε πότε δείχνει.
Μόνο τ’ άνοιγμα της ψυχής βλέπω πια με διαύγεια, όλο και πιο πολύ∙
μοιάζειν λίγο ώριμο,
μα και λίγο απάνθρωπο, πρώιμο όπως όλα της τα καμώματα.
Και τα ψυθιρίσματα πια το αφτί της δε γαργαλούν.
Απόκαμε από κουβέντες κι υποψίες.
Κι έτσι όπως ξαποσταίνει δεν κοιτάει∙
παρά μόνο εισπνέει την πληθωρικότητα του κόσμου
και τις μυρωδιές μεταφρασμένων αναμνήσεων.
Και αυτό γιατί το αμετάφραστο είναι για δυο.
Κι αυτή απόμεινε πάλι μόνη.