Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Για τη Νύχτα..


Όχι δεν έκλαιγα.
Μόνο τα βράδια κλαίω.
Τότε ντύνομαι με τον πιο βαρύ μανδύα της ύπαρξής μου.
Τότε είναι που τα γόνατά μου λυγίζουν από το βάρος του πένθους και τα μάτια μου μαυρίζουν από την απουσία βλέμματος.
Και εκείνη όπως κάθε βράδυ έρχεται και μ΄αγγίζει στον ώμο.
Η αιώνια και πιστή ερωμένη όλων των βαριών υπάρξεων, γέρνει στον ώμο μου και μ' ακουμπά.
Κι άλλοτε το χέρι της είναι ζεστό και με αναπαύει.
Κι άλλες φορές είναι βαρύ και με καίει τόσο που η σιωπηλή κραυγή μου πνίγεται στον κόρφο μου και ξεσπά με αναφιλητά.
Και δεν ξέρω πια τι να περιμένω. Αφού είναι η μόνη που ανέχεται την ύπαρξή μου και την αγκαλιάζει με τέτοιο τρόπο, γιατί περιμένω το ξημέρωμα; Τότε που αυτή η τερατόμορφη σχέση  ξεθωριάζει στο φως της ημέρας και παίρνει μια απόσταση τέτοια, σα να μην υπήρξε ποτέ. Αλλά όταν βραδιάζει, επανεμφανίζεται μπροστά μου και δεν την κοιτώ με απορία, γιατί την περίμενα. Γιατί λαχταρώ την πίστη της σε μένα όσο και αν της αρέσει να με βλέπει να σέρνομαι. Γιατί κι η νύχτα είναι μια πληγωμένη γυναίκα που έμεινε πιστή στον έρωτα και ανολοκλήρωτη ακόμα, περιφέρει το σαρκίο της συντροφεύοντας τις πληγωμένες υπάρξεις. Πώς να μην αγαπάς λοιπόν αυτή τη γυναίκα, κόρη του Χάους και του Ερέβους;

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Σιωπή...


Πολλές φορές σκέφτηκα πως πρέπει τη χαμένη μου υποταγή να ξαναβρω. Γιατί αν δεν τη βρω θα συνθλιβώ και μάλιστα με τον πιο άχαρο τρόπο. Η μόνη μου κινητήρια δύναμη, που στολίζει το άψυχο κορμί μου, θα σκορπίσει σαν σκόνη και τότε δεν θα μπορώ ούτε το ομοίωμα του εφάνταστου εαυτού μου να παραστήσω γιατί δεν θα θυμάμαι ούτε το απείκασμά του.
Είχα μάθει να ακούω, και να υπακούω. Και λειτουργούσα άρτια, παρά τον συνεχή εσωτερικό θόρυβο που δυσχέραινε το έργο μου. Άντεχα και τους δυο ήχους και επέλεγα κάθε φορά ποιον θα βαφτίσω θόρυβο. Ο ένας ήταν διαχειρίσιμος, ο άλλος λίγο λιγότερο αλλά και οι δυο παρόντες, δρώντες εν αγαστή συνεργασία. Ώσπου ο ένας δυνάμωσε και έσβησε τον άλλο, όπως γίνεται στη ζούγκλα όπου το πιο δυνατό ζώο επιβάλλεται στο πιο μικρό. Και η σημασία του μίκρυνε, έγινε διάφανη και με διαπερνούσε χωρίς να τη νιώθω,χωρίς να μ' ακουμπά. Τότε ο άλλος ήχος πανηγύρισε το θρίαμβό του με μία εκκωφαντική κραυγή που ακούστηκε ως τα πέρατα του νεοκατακτηθέντος βασιλείου και έκανε ακόμα και το θρόισμα των φύλλων να μοιάζει με ένα απόκοσμο, σαρδόνιο γέλιο από το οποίο δεν ξέφευγε κανείς. Και έπειτα σταμάτησε. Με τον ίδιο τρόπο που σκορπίστηκε ανάμεσα στις εκστατικές πνοές που κατοικούν το βασίλειο, έτσι σταμάτησε. Μόνο που τίποτα δεν ξεκίνησε να κινείται. Όλα παρέμεναν νωχελικά, μουδιασμένα, νεκροφανή. Περίμεναν το νέο σύνθημα που θα τους εμφυσήσει την καθάρια πνοή της αναγέννησης ή του οριστικού θανάτου. Μόνο που εκείνο το απόκοσμο άκουσμα αργούσε. Ίσως και να μην ξαναηχούσε ποτέ. Αλλά η σιωπή ούρλιαζε πιο τρομακτικά από ποτέ. Μετέφερε την ανάμνηση του μηνύματος απ' άκρη σ' άκρη. Κι η ανάμνηση ήταν απύθμενα πιο οδυνηρή. Με τι δύναμη να κινηθείς, σε ποιον ήχο να υπακούσεις τη στιγμή που χάθηκαν τα πάντα; Και αν η ένταση της κραυγής συνέτριψε τα αυτιά σου και δεν μπορέσεις να ακούσεις ποτέ; Πώς θα αντέξεις τούτο το τίμημα της σιωπής που φαντάζει αιώνιο; Απλά ξαναγεννήθηκες...