Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Για τους σύγχρονους κήρυκες

Κι είναι παντού όπου κοιτάξεις γύρω σου.
Και πιο πολλοί φαντάζουν, όσο ζεις κοντά τους.
Είναι οι συνεχιστές της παρωδίας, οι κήρυκες θανάτου.
Οι δράστες της ολοένα και αυξανόμενης παρακμής, εισπνεόμενοι την αποσύνθεση∙
τα τρωκτικά της σήψης που ροκανίζουν τυφλά ό,τι έχουν γύρω τους, εξασφαλίζοντας μικρές σπιθαμές για να επεκτείνουν το βρωμερό κουτί τους. Και δίνουν τη σκυτάλη στους επόμενους, σε αυτούς που θα τους διαδεχτούν, τους μελλοντικούς ομοίους τους.
Αλλά με τόση παραμονή στο σκοτάδι και έχοντας ποτιστεί με κάθε δηλητήριο, έχουν χάσει παντελώς τις αισθήσεις τους και δεν ξεχωρίζουν τα ανόμοια. Κι όσους δεν κινούνται από νωρίς στους ρυθμούς τους, τους λογίζουν για αδύναμους και επιστρατεύουν κάθε τεχνική εκμαυλισμού. Έργον θεάρεστον το βαφτίζουν οι ίδιοι! Την παθητική προσκόλληση στο όμοιο, το πεπερασμένο, το ανομολόγητα ευτελές.
Σα να ρυθμίζουν σε μια και μόνο χρονική στιγμή τους παλμούς της καρδιάς τους. Και όσες δεν συντονίζονται παραμερίζονται για αδύναμες. Γιατί δεν υπάρχει ούτε σαν υποψία στο μυαλό τους η σκέψη πως μια και μόνη καρδιά, μπορεί να ξεπεράσει και να συνθλίψει με τη δύναμη και την αντοχή της 100 δικές τους. Επικίνδυνη σκέψη άλλωστε. Υποσκάπτει τα θεμέλια του σηψαιμικού συστήματος. Αλλά δεν υπάρχουν λόγια να συνθέσουν ένα κοινό κώδικα ομιλίας. Γιατί η γραμμική λογική που ορίζει τα πράγματα, δεν βρίσκει μπροστά της ούτε την ηχηρή σιωπή, ούτε την αγωνιώδη κραυγή, την προαναγγέλουσα τον θάνατον. Έτσι απομονωμένη από τους «θορύβους» δεν κοιτά αριστερά-δεξιά, ψηλά-χαμηλά (όπου την ορίζει κανείς)∙ μόνο συνεχίζει την πορεία της και τίποτα δεν την εμποδίζει. Άλλωστε η δύναμη που έχει συγκεντρώσει λόγω της συσπείρωσης των τρωκτικών είναι τόσο σαρωτική, που μπορεί να καταστρέψει τα πάντα στο πέρασμά της, παρά την εξευτελιστικά αργή της ταχύτητα. Και απλά οι μόνες δίοδοι για τους έχοντες προβλήματα συντονισμού, είναι ή να ύπτασαι ή να σέρνεσαι. Και όσο μεγάλη και αν φαίνεται η απόσταση μεταξύ των δύο, δεν διαφέρουν τελικά και τόσο.

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

μαθήματα δύναμης και αδυναμίας

Κι είναι η υποταγή ωραίο πράγμα να τη συντρίβεις,
κι άλλη αίγλη αποκτά στα γυναικεία χέρια∙
γιατί αυτά τα μικρά -κατά ψευδαίσθησιν- ανδρείκελα γίνονται ωραία στην όψη, όταν κατακτούν το πονηρό μειδίασμα που σημαίνει την αρχή του σπασίματος κάθε συμβατικής φόρμας.
Αλλά η δύναμη δεν παρουσιάζεται μόνο τότε∙
υπάρχει ακόμα και πίσω απ΄τα σφαλιστά χείλη που δεν τα βλέπεις όταν χαμογελούν και δεν υποπτεύεσαι πως είσαι δίπλα στην πηγή συντονισμού που προγραμματίζει χωρίς να το ξέρεις τη ζωή και το θάνατό σου.
Γιατί σε ένα τέτοιο γένος αναγνωρίζεις απλά την ύπαρξη μίας μήτρας κι όχι έναν πολυσύνθετο μηχανισμό όπως το εσωτερικό ενός ρολογιού που ρυθμίζει την υπόσταση ενός ολόκληρου γένους.
Και μπορεί όλη αυτή η δύναμη να προέρχεται από την απορρόφηση, όπως λες, σπαταλημένων ανδρικών δυνάμεων και όχι από τη γνήσια παραγωγή τους, το γυναικείο ωστόσο σώμα είναι το πιο δυνατό για τη φιλοξενία και την ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωσή τους. Και αν έστω και λίγο συσπαστεί –σε αντίθεση με το αντρικό το οποίο δέχεται συχνές και ισχυρές συσπάσεις που οδηγούν στην απελευθέρωση δυνάμεων που δεν μπορούν να ενσωματωθούν- έχει τη δυνατότητα να μετασχηματίσει όλη αυτή τη δύναμη προς όφελος του ίδιου. Γιατί η παραγωγή δύναμης κι έπειτα η αποδέσμευσή της ελάχιστη σημασία έχει μπροστά στην παγίδευση και τον επανακαθορισμό της. Κι είναι τούτη η συνειδητοποίηση που προκαλεί τις πιο μεγάλες συσπάσεις. Όταν η τόση δύναμη εξανδραποδίζει το ίδιο το υποκείμενό της.

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Από το βασίλειο των ζωντανών

Σπασμένες γνώσεις, παλιές, απολιθωμένες
δίνουν μια ψευδαίσθηση δύναμης ανενεργής
κι είναι παντού, κείτονται νεκρές θεότητες
ξέθωρες πια..
με τίποτα δεν αναπαριστούν το παλιό τους κάλλος,
αν υπήρξε κιόλας.
Και η μόνη τους επαφή με το σήμερα
είναι τούτη η ώρα που συμπίπτει.
Σήμανε άθελά του η παλιά εκείνη ώρα του θανάτου τους
κι ένας, άνθρωπος στην όψη, βάλθηκε να τις μαζέψει..
Μα δεν υπολόγισε πως στο ακροατήριό του υπήρχαν και νεκροί,
γιατί τους νεκρούς κανείς δεν τους λογαριάζει
και ανέσυρε ελπίδες.
Κι οι μικρές θεότητες υψώθηκαν
σα να μη θάφτηκαν ποτέ,
με κείνη την ποταπή αλαζονεία
που ποτέ δεν γνώριζαν όσο ζούσαν,
γιατί τότε η ζωή τους μόνο με ζωή διάφανων ερπετών
μπορεί να συγκριθεί.
Ω μικρή μου νεκρή θεότητα πότε θα καταλάβεις πως η αξιολύπητη ανάμνησή σου δεν σου ξαναχαρίζει τη ζωή; Αναπαύσου λοιπόν με αξιοπρέπεια.

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Περί των αλυσίδων

Ω καταραμένες προσδοκίες..
Φτηνό το ανδρείκελο που την αξία του αποστρέφεται.
Φορτωμένο με βρωμερές συνήθειες,
για την εξυπηρέτηση των ακούσιων υποσχέσεών του.
Φέρει την τύφλωση του συστήματος και ολημερίς ψεύδεται.
Φωνάζει τη λέξη ελευθερία τόσο που η φωνή του να γίνεται αποτρόπαια και να ξεχνά την αλυσίδα που σφίγγει το λαιμό του και καλείται να προεκτείνει.
Ξορκίζει τον οίκτο των πολλών συχτιρίζοντάς τους για ανημποριά- έτσι κερδίζεται η προέκταση.
Και αν αντιληφθεί πως η μορφή του τους ομοιάζει, κάνει ό,τι μπορεί για να την καταστρέψει.
Κατακερματίζοντας την ελαττωματική του υπόσταση- καλύτερα βρωμερός παρά οικείος.
Και τυφλός ακόμη και για πάντα, τερματίζει τη δικιά του κούρσα νωρίς αφήνοντας παρακαταθήκη την ξεσκισμένη απ' τις πολλές συγκρούσεις σάρκα του και το αίμα που χύνεται τριγύρω, τόσο καυστικό κατατρώει τη στενή αλυσίδα μια για πάντα.

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Αναλώσιμες στιγμές

Σφίξε τα δόντια σου ψυχή μου,
τόσο που ο πόνος και η ζάλη να μη σ' αφήνουν να δεις.
Πάψε να κοιτάς τα μελλούμενα, που ναι γνωστά σε σένα.
Μα άμα δεν τα σφίξεις μ' όλη σου τη δύναμη και σιγά κρυφοκοιτάξεις,
γι' άλλη μια φορά την άβυσσο θ' ατενίσεις, μόνο που φοβάμαι πως τώρα σου ναι ποθητή..
Άμα τα σφίξεις όμως δε θα δεις τα κλεμμένα νιάτα σου να απομακρύνονται βουβά και λεηλατημένα,
δε θα δεις αυτό που πλήθος σου δόθηκε, χωρίς να ξέρεις τότε πόσο ακριβά το πλήρωνες και θα το ξεπληρώνεις μια ζωή. Που να ξερες τότε ότι για να νικήσεις το θάνατο, σκότωσες τη ζωή!
Και τώρα σ' αυτήν ξανά γυρνάς,
το χρυσό σου ρούχο μοιάζει ανυπόφορο και πνιγηρό κοντά σε κείνο το κουρέλι που με περίσσεια στοργή προσπαθείς να περισώσεις.
Θα το αγαπούσες άραγε αν δεν το είχες ήδη πετάξει; Τι ευτυχία να μπορείς έστω για λίγο να γυρνάς σε αυτά που αρνήθηκες για χάρη του αιωνίου! Πόση θαλπωρή αγκαλιάζει πλέον την ψυχή μου...

Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Για τα πάθη του σώματος...

Όταν πλήθος το σκοτάδι εισχωρεί στο σώμα, τότε ψάχνει απεγνωσμένα τρόπους διαφυγής. Το ποταπό σου σαρκίο, ασήμαντο και στενάχωρο δεν είναι αρκετό για να εγκλωβίσει για πάντα κάτι το αιώνιο και τότε αρχίζουν οι συσπάσεις που σημαίνουν την αρχή της απελευθέρωσης. Όμως καθ' όλη τη διάρκεια εσύ ζεις στην αγωνία, η μόλυνση του σκοταδιού φτάνει και στον εγκέφαλο και κάνει τις στιγμές τις εσωτερικής πρόσκρουσης να μοιάζουν αιώνιες, ατέρμονες, αδυσώπητες. Γιατί στο αιώνιο σκοτάδι δεν υπάρχει χρόνος και οι ψίθυροι του ερέβους γίνονται κραυγές τρόμου και παράκλησης. Κανείς όμως δεν ακούει αυτές τις κραυγές..Μόνο όσοι μιλούν τη γλώσσα της σιωπής..Και στην πιο μεγάλη στιγμή του πόνου, το σκοτάδι εκρήγνυται με τέτοια λύσσα που τρυπάει και κομματιάζει το δύσμοιρο κορμί που άθελά του το φυλάκισε. Και το σώμα τώρα είναι ακίνητο, ψυχρό και από τις τρύπες δε βγαίνει αίμα αλλά φως, πιο ισχυρό και από κραυγή. Φως που πληγώνει τις απροετοίμαστες ματιές που προσελκύει..Φως που υπνωτίζει τις σιωπηλές υπάρξεις..
Ποια θέση ταιριάζει καλύτερα σ' ένα τέτοιο σώμα από το βωμό;

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Χρέος;


Δόκιμη αστέρων κλήθηκα,
σε καιρούς άκαιρους, δίχως αρχή και τέλος
σε εποχές που δεν έρχονται για όλους
να ζω και να υπηρετώ.
Μου παν πως πρέπει να φωτίζω, όσους λίγο ψηλά το κεφάλι ανασηκώνουν.
Μου παν να δίνω βλέμμα στα ορθωμένα άψυχα μάτια που κοιτούν ψηλά.
Ευχαρίστησα μακάρια και έπειτα αρνήθηκα.
Αλλά όπως και οι εποχές και οι καιροί, έτσι και η άρνηση ήταν άλλη μια άυλη οντότητα, ανεκπλήρωτη και ανύπαρκτη. Μετονομασία άλλων λέξεων πιο οδυνηρών που το άκουσμα τους προκαλεί φρίκη και αποστροφή και σε με την ίδια.
-Σου υπολείπεται πολλή και όμορφη δουλειά να πραγματώσεις.
-Και αν δεν θέλω;
-Και αν δεν γνώριζες τη λέξη θέλω; Αν και αυτή έμενε στωικά στο μέρος των λέξεων που δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ και άσκοπα μένουν αχρησιμοποίητες σε ένα άστοργο για σε σκοτάδι;
-Με το να μου κρύβεις τις λέξεις νομίζεις θα με οπλίσεις με την πιο απάνθρωπη υπομονή; Και αν την κατακτήσω τι θα καταλάβω; Αν ήθελες να με φέρεις εδώ γιατί γεννήθηκα εκεί κάτω;
-Γιατί κανείς δε γεννιέται εδώ πάνω, αλλά αυτοί που κοιτούν ψηλά μπορούν και έρχονται και φέρνουν κι άλλους.
-Τι ανώφελο χρέος! Και τώρα ήρθε η δική μου σειρά να ρωτήσω: και αν δεν υπήρχε το ψηλά; Αν έσβηνε και αυτό και χανόταν στο ίδιο σκοτάδι της θέλησης;
-Τότε θα ξαναγεννιόταν. Και ίσως με πιο βάναυσο τρόπο από πριν και τότε αυτό που εσύ ορίζεις ως πόνο θα έπρεπε να συνθλιβεί και τη θέση του θα έπαιρναν άλλα αποτρόπαια ακούσματα συνώνυμα του χάους και της τρέλλας. Άλλωστε πόσο δύσκολο μπορεί να ναι ένα τέτοιο χρέος για ένα γένος τόσο πλουσιοπάροχα προικισμένο για οδύνη; Μην εκπλαγείς λοιπόν όταν αντιληφθείς με πόση μακαριότητα και ευδαιμονία τούτη η οδύνη σε πλημμυρίσει.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Δεκανίκια


Σήμανε η ώρα που η γραφή δεν φτάνει.
Που οι λέξεις τέλειωσαν, εξαντλήθηκαν.
Μα πότε πρόλαβα να τις ξοδέψω όλες; Τι σπάταλη...
πόσο αχόρταγη φάνηκα, με άσκοπη τόλμη, ξοδεμένη δεξιά και αριστερά, ανυπότακτα..
Δύναμη αδύναμη, ανέτοιμη να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή...
προς τί η τόση διαθεσιμότητά της;
κι η χειραγώγηση η πιο σκληρή διαδικασία. Αλλά πώς χειραγωγείται κάτι που τελείωσε;
Αποδυναμωμένα μέσα στέκουν σα φθαρμένα δεκανίκια, έτοιμα να σπάσουν, προδίνοντας έτσι τα δειλά μου βήματα...
Έπρεπε να τα πετάξω πριν με ρίξουν. Και αντ' αυτού πέταξα το στέμμα γιατί νόμιζα πως το βάρος του επιβάρυνε τη δουλειά τους.
 Ω μα πόσο ανόητη φάνηκα..Δύσβατη φύση, πόσοι την τιθάσευσαν; Ή αλλιώς πόσοι την ξερίζωσαν; Όχι για να βρουν μια άλλη, αλλά από φόβο να την καλλιεργήσουν.
Ωραία ψευδαίσθηση να νομίζεις πως εσύ την καλλιεργείς έτσι δεν είναι;
Άλλο ένα φθαρμένο δεκανίκι...

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Γελάς Θεέ μου;


Θεέ μου γελάς όταν πονάω;
Σε νανουρίζουν γλυκά τα αναφιλητά μου;
Νομίζεις υποφέρω όταν τεντώνεις το σκοινί της μοίρας μου;

Ω Θεέ, εγώ γελώ μαζί σου!
Κάθε που νομίζεις με συντρίβεις,
εγώ γελώ πιο δυνατά από σένα..
Γιατί τι θα γίνεις Θεέ μου, αν εγώ χαθώ;
Εσύ μπορείς να με σκοτώσεις μια φορά,
ενώ εγώ σε σκοτώνω κάθε μέρα!
Γελάς ακόμα Θεέ μου;

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Η ζωή σαν γλυπτό...


Και ήρθε η στιγμή της αποκάλυψης.
Και το γλυπτό φανέρωσε τον εαυτό του στον κόσμο.
Τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα.
Ο κόσμος θαμπώθηκε.
Όλοι θαύμαζαν το γλυπτό, τώρα πια όχι μόνο για την ομορφιά του.
Οι εκτιμητές πολλοί και διάφοροι.
Έκαναν το γλυπτό να λάμπει από περηφάνια.
Όμως ξαφνικά ένας ένας εξαφανίζονταν.
Ακόμα και αυτοί που νόμιζε πως ήρθαν πολύ κοντά για να το κατακτήσουν, χάνονταν μες τη νύχτα
Και το γλυπτό έμεινε πιο μόνο από ποτέ,
να παρατηρεί τις σκιές που έσβηναν μες το σκοτάδι.
Όχι δεν περίμενε αυτή την αντίδραση.
Οι ανθρώπινες πνοές που πλησίασαν το γλυπτό το έκαναν ευάλωτο,
Ξέμαθε να μη ζητάει, ξέχασε να μην περιμένει..
Και τώρα η βροχή που το χτυπά, πέφτει σα μολύβι επάνω του, τρυπώντας του όλο το σώμα..
το άψυχο πλέον.
Και τότε το γλυπτό ξανασκεπάστηκε και έκλαψε πικρά.
Γιατί δεν ήθελε να ναι πια γλυπτό, που το βάρος του δεν το αντέχει κανείς.
Ήθελε να ξανανιώσει εκείνη την πνοή, που έκανε όλο του το κορμί να τινάζεται σα να το χτυπά ηλεκτρικό ρεύμα.
Αλλά δεν ήξερε αν του επιτρεπόταν και έτσι σιώπησε..
«Δεν θα ξανασηκώσω το σεντόνι από πάνω μου, είπε, μέχρι κάποιος που να το επιθυμεί πραγματικά, μου εμφυσήσει την καθάρια πνοή της αναγέννησης που τόσο λαχταρώ». Κι έτσι έκανε...

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Συνομιλία με έναν άγγελο...

Άγγελος: Πώς βρέθηκες εδώ πάνω;
Άνθρωπος: Μη με μαρτυρήσεις.
Άγγ: Πώς ήρθες; Είναι επικίνδυνα, γύρνα πίσω αμέσως.
Άνθρ: Κρύβομαι, μόλις ξεκουραστώ θα φύγω.
Άγγ: Εδώ ήρθες να κρυφτείς; Με τέτοιο φως από ποιον νομίζεις πως μπορείς να κρυφτείς;
Άνθρ: Δεν κοιτάνε όλοι στο φως φοβούνται.
Άγγ: Εσύ δεν φοβάσαι;
Άνθρ: Όχι.
Άγγ: Και αν πέσεις;
Άνθρ: Αν πέσω σημαίνει πως πρώιμα ανέβηκα και τούτη η πτώση θα γίνει ο οδηγός μου για μια νέα, πιο καθάρια ανάβαση.
Άγγ: Γενναία λόγια για το είδος σου. Τι προσδοκάς απ’ τη ζωή σου;
Άνθρ: Δεν μπορώ να ξέρω.
Άγγ: Μήπως ζητάς να δεις τον πατέρα;
Άνθρ: Όχι, όχι ακόμα.
Άγγ: Άνθρωπε αυτά είναι επικίνδυνα λόγια, πρόσεχε! Γιατί να ζητάς κάτι τέτοιο; Ποιο κρίμα μπορεί να ναι τόσο βαρύ που να οπλίζει με τέτοιο θάρρος την ελπιδοφορτωμένη σου ψυχή;
Άνθρ: Δεν έχω ελπίδες, ούτε προσδοκίες, γι’ αυτό κρύβομαι. Δεν έχω θέαμα να προσφέρω.
Άγγ: Αυτό ζητούν από σένα;
Άνθρ: Καμιά φορά..
Άγγ: Εδώ δεν θα βρεις τίποτα που να μπορείς να τους προσφέρεις. Δεν θα σε πιστέψουν, θα σε περάσουν για τρελό.
Άνθρ: Σάμπως δεν το κάνουν ήδη..
Άγγ: Μη λυπάσαι, δεν αρμόζει στην ευγενική γενειά σου. Νιώθω τη θλίψη σου. Αλλά πρέπει να σε προστατέψω. Φύγε από δω όσο πιο γρήγορα μπορείς, πριν έρθει εκείνος και σε βρει. Κινδυνεύεις!
Άνθρ: Γιατί θες να με προστατέψεις; Χαμένη υπόθεση είμαι..
Άγγ: Καθόλου, και υπάρξεις σαν και σένα χρειάζονται εκεί κάτω. Για να μένει ανοιχτή η χαραμάδα που χωρίζει τους κόσμους μας.
Άνθρ: Τι κι αν χαθώ; Ποιος θα προσέξει την απουσία μου; Ίσως είναι καλύτερο να κλείσει μια και καλή η πόρτα του φωτός..
Άγγ: Αλίμονο! Μη λες αυτά τα λόγια, αφού δεν τα πιστεύεις. Χάρη σε σένα μπορούν οι φωτεινές αχτίνες να αγκαλιάσουν τον τόπο σου και τις πονεμένες υπάρξεις. Θ’ άντεχες να τους το στερήσεις αυτό;
Άνθρ: Όχι.
Άγγ: Τότε φύγε πριν είναι αργά. Δεν είναι θυσία, είναι αρετή.
Άνθρ: Θα φύγω, αλλά θα ξανάρθω.
Άγγ: Όσο και αν προσπαθώ δεν μπορώ να τιθασεύσω την αχόρταγη ψυχή σου. Θα σε περιμένω..
Άνθρ: Αντίο..

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Για τη Νύχτα..


Όχι δεν έκλαιγα.
Μόνο τα βράδια κλαίω.
Τότε ντύνομαι με τον πιο βαρύ μανδύα της ύπαρξής μου.
Τότε είναι που τα γόνατά μου λυγίζουν από το βάρος του πένθους και τα μάτια μου μαυρίζουν από την απουσία βλέμματος.
Και εκείνη όπως κάθε βράδυ έρχεται και μ΄αγγίζει στον ώμο.
Η αιώνια και πιστή ερωμένη όλων των βαριών υπάρξεων, γέρνει στον ώμο μου και μ' ακουμπά.
Κι άλλοτε το χέρι της είναι ζεστό και με αναπαύει.
Κι άλλες φορές είναι βαρύ και με καίει τόσο που η σιωπηλή κραυγή μου πνίγεται στον κόρφο μου και ξεσπά με αναφιλητά.
Και δεν ξέρω πια τι να περιμένω. Αφού είναι η μόνη που ανέχεται την ύπαρξή μου και την αγκαλιάζει με τέτοιο τρόπο, γιατί περιμένω το ξημέρωμα; Τότε που αυτή η τερατόμορφη σχέση  ξεθωριάζει στο φως της ημέρας και παίρνει μια απόσταση τέτοια, σα να μην υπήρξε ποτέ. Αλλά όταν βραδιάζει, επανεμφανίζεται μπροστά μου και δεν την κοιτώ με απορία, γιατί την περίμενα. Γιατί λαχταρώ την πίστη της σε μένα όσο και αν της αρέσει να με βλέπει να σέρνομαι. Γιατί κι η νύχτα είναι μια πληγωμένη γυναίκα που έμεινε πιστή στον έρωτα και ανολοκλήρωτη ακόμα, περιφέρει το σαρκίο της συντροφεύοντας τις πληγωμένες υπάρξεις. Πώς να μην αγαπάς λοιπόν αυτή τη γυναίκα, κόρη του Χάους και του Ερέβους;

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Σιωπή...


Πολλές φορές σκέφτηκα πως πρέπει τη χαμένη μου υποταγή να ξαναβρω. Γιατί αν δεν τη βρω θα συνθλιβώ και μάλιστα με τον πιο άχαρο τρόπο. Η μόνη μου κινητήρια δύναμη, που στολίζει το άψυχο κορμί μου, θα σκορπίσει σαν σκόνη και τότε δεν θα μπορώ ούτε το ομοίωμα του εφάνταστου εαυτού μου να παραστήσω γιατί δεν θα θυμάμαι ούτε το απείκασμά του.
Είχα μάθει να ακούω, και να υπακούω. Και λειτουργούσα άρτια, παρά τον συνεχή εσωτερικό θόρυβο που δυσχέραινε το έργο μου. Άντεχα και τους δυο ήχους και επέλεγα κάθε φορά ποιον θα βαφτίσω θόρυβο. Ο ένας ήταν διαχειρίσιμος, ο άλλος λίγο λιγότερο αλλά και οι δυο παρόντες, δρώντες εν αγαστή συνεργασία. Ώσπου ο ένας δυνάμωσε και έσβησε τον άλλο, όπως γίνεται στη ζούγκλα όπου το πιο δυνατό ζώο επιβάλλεται στο πιο μικρό. Και η σημασία του μίκρυνε, έγινε διάφανη και με διαπερνούσε χωρίς να τη νιώθω,χωρίς να μ' ακουμπά. Τότε ο άλλος ήχος πανηγύρισε το θρίαμβό του με μία εκκωφαντική κραυγή που ακούστηκε ως τα πέρατα του νεοκατακτηθέντος βασιλείου και έκανε ακόμα και το θρόισμα των φύλλων να μοιάζει με ένα απόκοσμο, σαρδόνιο γέλιο από το οποίο δεν ξέφευγε κανείς. Και έπειτα σταμάτησε. Με τον ίδιο τρόπο που σκορπίστηκε ανάμεσα στις εκστατικές πνοές που κατοικούν το βασίλειο, έτσι σταμάτησε. Μόνο που τίποτα δεν ξεκίνησε να κινείται. Όλα παρέμεναν νωχελικά, μουδιασμένα, νεκροφανή. Περίμεναν το νέο σύνθημα που θα τους εμφυσήσει την καθάρια πνοή της αναγέννησης ή του οριστικού θανάτου. Μόνο που εκείνο το απόκοσμο άκουσμα αργούσε. Ίσως και να μην ξαναηχούσε ποτέ. Αλλά η σιωπή ούρλιαζε πιο τρομακτικά από ποτέ. Μετέφερε την ανάμνηση του μηνύματος απ' άκρη σ' άκρη. Κι η ανάμνηση ήταν απύθμενα πιο οδυνηρή. Με τι δύναμη να κινηθείς, σε ποιον ήχο να υπακούσεις τη στιγμή που χάθηκαν τα πάντα; Και αν η ένταση της κραυγής συνέτριψε τα αυτιά σου και δεν μπορέσεις να ακούσεις ποτέ; Πώς θα αντέξεις τούτο το τίμημα της σιωπής που φαντάζει αιώνιο; Απλά ξαναγεννήθηκες...

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Η μετάβαση...ένας μήνας μετά

Η μελαγχολία είναι η αρχή της ευτυχίας μου, γενέτειρα όλων των προσδοκιών μου, μητέρα των σκοπών μου, στήριγμα για το στέμμα μου...
Και όταν θα με καταλάβεις θα με κηρύξεις έκπτωτη απ' το ίδιο μου το βασίλειο, με αυτή σου την κατανόηση θα συνθλίψεις το χρυσό μου θρόνο και θα με πετάξεις στα πιο βρώμικα και αηδιαστικά κελιά της πνευματικής ένδειας, γιατί ίδια θα 'μαι μ' όλους αυτούς. Ίσως πάντοτε ήμουν και πάντοτε θα 'μαι. Και το χάρτινο τότε στέμμα μου θα υποκύψει στην αιώνια βροχή κι ίσως και εγώ η ίδια το ξεσκίσω με τα ίδια μου τα χέρια για να επιβιώσω έστω για μια ακόμη μέρα. Γιατί το βάρος του είναι ανελέητο όσο σέρνεται κανείς σ' ένα κατεστραμένο κόσμο και δεν αντέχεται όταν πέφτεις απ' το θρόνο.
Ο θρόνος έχει δύναμη και ο βασιλιάς του την αφήνει έκδηλη μπρος τα μάτια απροετοίμαστων υπάρξεων. Και όμως πολλοί δεν τη βλέπουν, ούτε καν το θρόνο. Ίσως το φως αν μπορούσε να φτάσει στα σφαλιστά τους μάτια να τους έδειχνε αυτή τη δύναμη. Αλλά τι θα ήταν ένας βασιλιάς δίχως τη θλίψη του; Η ακυβερνησία τον λυτρώνει. Είναι δυνατόν; Κι όμως. Κι όλοι αυτοί που ζητούν επίμονα την κατανόηση δεν είναι άξιοι να λέγονται βασιλιάδες. Επιβάλλουν μαρτύρια τα οποία δεν αντέχουν οι ίδιοι και ζουν με μία αποτρόπαιη προσμονή που μόνο αηδία δημιουργεί. Και έπειτα δοξάζονται, δικαιώνονται από μία απόκοσμη δικαιοσύνη. Λες και στο βασίλειο των νεκρών ισχύουν οι ίδιοι ανθρώπινοι νόμοι. Και τότε έκπτωτος από δυο βασίλεια, άξιος της κακόφερνης τύχης σου συντρίβεσαι. Επειδή δεν το κανες απ' την αρχή. Και πάλι τυχερός είσαι. Ίσως κατάλαβες έστω και φευγαλέα τη θέση σου, ίσως είδες το υπέρτατο φως μια και καλή χωρίς την πρώιμη μετάβαση που για σένα φάνταζε λίγη. Δέξου λοιπόν έστω και την τελευταία γένεσή σου με φως και ζήσε γι αυτούς που δεν θα τα καταφέρουν ποτέ.

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Παραστάτες


Γιατί μπλέκομαι στις τιμές των ανθρώπων; Αφού ξέρω μέχρι που φτάνουν τα όριά μου. Τους ξέρω. Ξέρω πως κρίνουν, πως φέρονται, πως είναι. Αλλά σε πόσα μπορείς να μένεις βουβός, μετέωρος, άφθαρτος; Η αδιαφορία και η ματαιότητα καραδοκούν έξω από την πόρτα. Αναγκάζεσαι να καταπιαστείς για να μη λογίζεσαι ξένος. Γιατί μερικές φορές δεν θέλεις να σαι. Γιατί σου στερείται όμως το μόνο πράγμα που ποθείς; Και αν το δεχτείς μετά σου στερείται και το αντικατάστατό του. Δε μπορείς όμως να μη το δεχτείς. Η πορεία είναι όμοια. Και το χειρότερο είναι ότι τη δέχτηκα. Δε δέχτηκα όμως να χάσω τα μάτια από πάνω μου. Δε το πρόβλεψα ότι θα γίνει. Και τώρα στέκω μετέωρη, ενεά και παρατηρώ την αντικατάσταση του ίδιου μου του εαυτού! Δε ζήτησα εγώ αντικατάσταση, συμπαράσταση ζήτησα κι ίσως αυτό να ναι το λάθος μου. Τα όρια είναι λεπτά για αυτούς που δε διαχωρίζουν τις ανθρώπινες αποστάσεις. Αλλά τώρα πια τι; Έγινα η ρέπλικα του ίδιου μου του εαυτού και δε μπορώ να ξεφύγω! Και τα μάτια δε στρέφονται ούτε καν στο σωστό αντίγραφο. Και δε θα μ' ένοιαζε αν δε μ' άρεσε αυτό που είμαι, αλλά τώρα τι; Πρέπει να εφεύρω το καινούριο εγώ; Γιατί; Εγώ επέλεξα να χάσω το πρώτο; Δεν ξέρω ποιες κουβέντες έχουν νόημα να γίνονται στους ανθρώπους αλλά δεν θέλω να εγκαταλείψω αυτό για το οποίο έστω και τυχαία ονειρεύτηκα. Και δεν μπορώ. Ούτε όμως να επιδοθώ σε μια φτηνή αναπαράσταση μπορώ. Τι θα χάσω αν διεκδικήσω πίσω το εγώ μου, τον παραστάτη ή τον αντικαταστάτη; Αν και ξέρω να χάνω δε γεννήθηκα γι' αυτό..

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Μνήμες


Ποιος το περίμενε να γράφω τέτοια μέρα; Υποτίθεται την περίμενα αυτή τη στιγμή, αλλά τώρα τίποτα. Άυπνη και κουρασμένη, και όμως παραμένω άγρυπνος φρουρός. Τι με ταράζει και δεν μπορώ να νιώσω εκείνη την επίπεδη ηρεμία της ψυχής μου που τόσο λαχταρώ; Και όμως, ακόμα και για μένα μοιάζω ήρεμη. Πρωτοφανές! Δεν το περίμενα η ψυχή μου να αναζητά τους λαβυρίνθους στους οποίους περιπλέκομαι και ψάχνω απεγνωσμένα διέξοδο. Αφού με τσακίζουν κάθε φορά γιατί αισθάνομαι μόνη χωρίς αυτούς;
Αληθινά αναρωτιέμαι...Τι μου προσφέρουν που δεν μπορώ στην "απόλυτη διαύγεια" να δω και να νιώσω;
Νόμιζα πως όταν σταματήσουν αυτές οι φρενιτιώδεις αναζητήσεις θα ηρεμούσα. Και όμως δεν ηρεμώ. Περισσότερο πλήττω. Φοβάμαι τις καινούριες αλήθειες που ανακαλύπτω, αλλά χωρίς αυτές δεν ζω. Αληθινά πλήττω χωρίς αυτές και το χειρότερο, ξεχνάω. Ο φόβος της αλήθειας με κάνει να ξεχνώ τη δύναμη που έχω χάρη σε αυτήν. Με καθιστά ένα ρακένδυτο ανδρείκελο, όμοιο με τα εκατομμύρια που ζουν ανάμεσά μας. Κι όμως μερικές φορές θα 'θελα να μουν αληθινά ένα τέτοιο. Δίχως παιχνίδια αναζήτησης με νικητές και χαμένους Και άλλες φορές σιχαίνομαι και την ίδια τη σκέψη του πράγματος αυτού.
Μάλλον θαμπώθηκα από την ικανότητα να ακροβατώ από το ένα μέρος στο άλλο και ξέχασα την αρχική μου θέση. Μάλλον πρέπει να μάθω να θυμάμαι...

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Αποστάσεις



Πάντα θα αναρωτιέμαι. Είναι για καλό ή όχι; Πώς γίνεται οι φίλοι που υποτίθεται είναι για να σε στηρίζουν να εντοπίζουν πάντα την πιο ακατάλληλη στιγμή για να σε ρίχνουν από το σκοινί στο οποίο με κίνδυνο ακροβατείς; Δε σε έφεραν αυτοί εκεί, αλλά εκείνοι σε έριξαν. Πόσο ψηλά ήταν αυτό το σκοινί και πως φτάνω πάντα μόνη εκεί; Δεν ξέρω τι βαρέθηκα περισσότερο, τη διαδρομή του να ανέβεις ή την πτώση; Και τα δυο φθείρουν. Πόσες φορές μπορεί να πεθάνει κανείς; Και πως μπορείς να ζεις ξέροντας πως αυτό ξανάρχεται; Πνίγομαι, πνίγομαι. Δεν ακούγομαι. Η φωνή χάνεται στην καθημερινή φασαρία των ανθρώπων. Μάταιη φασαρία. Ίσως και μάταιη πτώση. Πάντα σε ένα τραβηγμένο σκοινί ' άλλοτε με σιγουριά περπατώ και με κλειστά μάτια και άλλοτε αρκεί μια αναπνοή για να πέσω. Βαρέθηκα να πέφτω. Και τι με αυτό; Αν το συνειδητοποιήσω θα αλλάξει; Αν απομακρυνθώ θα αλλάξει; Δύσκολο να κρατάς τη σωστή απόσταση. Όπως καίγεσαι κοντά στη φωτιά ή στον ήλιο, έτσι καίγεσαι και κοντά σε αυτούς. Δύσκολες αποστάσεις. Παίζεις με τον κίνδυνο, όταν τους πλησιάζεις. Αλλά και όταν απομακρύνεσαι. Ποια απόσταση είναι η καλύτερη;
Δύσκολες οι αποστάσεις...