Δεν έχω που να ακουμπήσω τη θάλασσα
όλα μου τα δοχεία σπάσαν
και αυτή όλο και θεριεύει και θεριεύει και θεριεύει
και δε λέει να με καταπιεί,
μέχρι το λαρύγγι ανεβαίνει και σιγοβράζει μέχρι εκεί
και ψάχνω τα δοχεία λίγο τα παλιά, λίγο κανα καινούριο,
έστω και κανένα κακορίζικο από αυτά που περισσέψαν.
Γιατί γίναν οι θάλασσες πολλές και χάθηκαν όλα τα δοχεία
κι είναι η εποχή που περνιούνται όλα για σπουδαία..
Εκτός από αυτό που μεινε για μένα,
που το κρατώ στα χέρια αλλά το βλέμμα δε σταματά ακόμα να ψάχνει.
Δε φυτρώνουν άλλα σπουδαιότερα δοχεία σε τούτη τη σκάλα,
πρέπει να το πάρω απόφαση.
Οι λάμψεις από τα πιο πάνω ακόμα σιγοκαίνε τα μάτια μου.
Τότε που τα κράταγα όμως δεν είχα βλέμμα.
Ή έτσι θυμάμαι.
Ή έτσι γράφουν τούτα τα δοχεία απάνω μ' αυτό το σκόρπιο αλάτι που στέγνωσε στα τοιχώματα.
Κρίμα που δεν ξοδεύεται και αυτό.
Να μη βάζει τόσο φωναχτά μιαν απουσία.